- ατόκιο
- Φάρμακο που προκαλεί στείρωση στη γυναίκα. Εισάγεται και παραμένει στον κόλπο της μήτρας, παρεμποδίζοντας τη γονιμοποίηση, είτε με την καταστροφή του σπέρματος πριν έλθει σε επαφή με το ωάριο, είτε με αλλοίωση του ωαρίου.
* * *το (Α ἀτόκιον)βλ. ατόκιος.
Dictionary of Greek. 2013.